- εκβουλγαρισμός
- οη μεταβολή σε Βούλγαρο ή σε βουλγαρικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκβουλγαρισμός — ο μεταβολή σε Βούλγαρο ή βουλγαρικό … Dictionary of Greek